gratte-dos
Γαλλικά
(fr)
ενικός
πληθυντικός
gratte-dos
gratte-dos
Ουσιαστικό
gratte-dos
(fr)
αρσενικό
ξύστρα
,
ξυστήρι
για την
πλάτη
- είδος μικρού μπαστουνιού που έχει σε μια άκρη ένα «
χέρι
» και επιτρέπει να ξύνουμε την πλάτη
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.