sublimé

Γαλλικά (fr)

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό sublimé sublimés
θηλυκό sublimée sublimées

sublimé (fr)

  1. που παράγεται από εξάχνωση

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
sublimé sublimés

sublimé (fr) αρσενικό

  1. (χημεία) στερεά ουσία που παράγεται από άμεση συμπύκνωση ενός παραγώγου εξάχνωσης

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.