strip
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| strip | strips |
strip (en)
- η λωρίδα, η λουρίδα, ένα μακρόστενο κομμάτι χαρτί, μέταλλο, ύφασμα , κτλ.
- ↪ strips of paper/metal - λουρίδες χαρτί/μετάλλου
- η λωρίδα, η λουρίδα, μια μακρόστενη περιοχή γης, θάλασσας κτλ.
- ↪ the Gaza Strip - η Λωρίδα της Γάζας
- ↪ a narrow strip of garden - μια στενή λουρίδα κήπου
- (συνήθως στον ενικό) το στριπτίζ, συντομευμένη εκδοχή της λέξης striptease
Ρήμα
| ενεστώτας | strip |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | strips |
| αόριστος | stripped |
| παθητική μετοχή | stripped |
| ενεργητική μετοχή | stripping |
strip (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) βγάζω, αφαιρώ όλα ή τα περισσότερα από τα ρούχα μου ή τα ρούχα κάποιου άλλου
- ↪ They stripped him of his clothes.
- Τον έβγαλαν τα ρούχα.
- ↪ They stripped him of his clothes.
- (μεταβατικό) ξεφλουδίζω, βγάζω, αφαιρώ ένα στρώμα από κάτι, ειδικά για να είναι εντελώς εκτεθειμένο
- ↪ The trunk of the tree was stripped.
- Ξεφλουδίστηκε ο κορμός του δέντρου.
- ↪ I am stripping the bark off of a tree.
- Βγάζω τη φλούδα από ένα δέντρο.
- ↪ The trunk of the tree was stripped.
Συγγενικά
Πηγές
- strip (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- strip (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161, 511. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω, λουρίδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.