streaming

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈstɹiːmɪŋ/

Ρηματικός τύπος

streaming (en)

Ουσιαστικό

streaming (en)

  • (πληροφορική) ροοθήκευση, αποθήκευση με τη μορφή συνεχούς ρεύματος δεδομένων [1]

Εκφράσεις

Αναφορές

  1. «ροοθήκευση» από αναζήτηση «streaming» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.