stadium

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

stadium (en)



Λατινικά (la)

Ουσιαστικό

stadium (en)

  1. στάδιο (μονάδα μέτρησης)



Πολωνικά (pl)

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική stadium stadia
γενική stadiów
δοτική stadiom
αιτιατική stadia
οργανική stadiami
τοπική stadiach
κλητική stadia

Ετυμολογία

stadium < λατινική stadium

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈstadʲjũm/
 

Ουσιαστικό

stadium (pl) ουδέτερο

  1. το στάδιο ως:
    • χρονική περίοδος που έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
    • μονάδα μήκους της αρχαιότητας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.