gun

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
gun guns

Ουσιαστικό

gun (en)

  1. (οπλισμός) φορητό πυροβόλο όπλο (πιστόλι, τουφέκι)
  2. μεγάλο πυροβόλο για μακρινές βολές (κανόνι, οβιδοβόλο, όλμος)
  3. είδος πυροβόλου με κοντή κάννη
  4. εργαλείο με σκανδάλη
    label gun: εργαλείο για την επικόλληση ετικετών σε εμπορεύματα

Ρήμα

to gun (en)
  1. σκοτώνω με πυροβόλο όπλο κάποιον ή κάτι (συνήθως με το επίρρημα down)
    He was gunned down by his own men. - Πυροβολήθηκε από τους ίδιους του τους άντρες.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.