shipping

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

shipping (en) (μη μετρήσιμο)

  • η αποστολή, η δραστηριότητα της μεταφοράς ανθρώπων ή αγαθών από το ένα μέρος στο άλλο
    shipping charges - έξοδα αποστολής
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη shipment

Ρηματικός τύπος

shipping (en)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.