scurry
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | scurry |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | scurries |
| αόριστος | scurried |
| παθητική μετοχή | scurried |
| ενεργητική μετοχή | scurrying |
Ρήμα
scurry (en)
- πιλαλώ ταχέως με μικρούς διασκελισμούς (συχνά για μικρό ζώο όμως χρησιμοποιείται και για ανθρώπους), κινούμαι-περπατώ γρήγορα, γοργοπερπατώ
- φεύγω τρέχοντας με ελαφρά πηδήματα, ορμώ, σπεύδω
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.