scurry

Αγγλικά (en)

ενεστώτας scurry
γ΄ ενικό ενεστώτα scurries
αόριστος scurried
παθητική μετοχή scurried
ενεργητική μετοχή scurrying

Ρήμα

scurry (en)

  1. πιλαλώ ταχέως με μικρούς διασκελισμούς (συχνά για μικρό ζώο όμως χρησιμοποιείται και για ανθρώπους), κινούμαι-περπατώ γρήγορα, γοργοπερπατώ
  2. φεύγω τρέχοντας με ελαφρά πηδήματα, ορμώ, σπεύδω
    He scurried up the stairs.
    Όρμησε πάνω στις σκάλες.
    He scurried home.
    Έσπευσε σπίτι.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη rush

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.