sangsue
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- sangsue < λατινική sanguisuga < sanguis, αίμα + sugare, ρουφώ
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| sangsue | sangsues |
sangsue (fr) θηλυκό
- η βδέλλα
- (μεταφορικά) (παρωχημένο) αυτός που ζει ή που πλουτίζει εις βάρος άλλων
- (τεχνολογία) σωλήνας ή χαντάκι για την απομάκρυνση του νερού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.