sangsue

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

sangsue < λατινική sanguisuga < sanguis, αίμα + sugare, ρουφώ

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
sangsue sangsues

sangsue (fr) θηλυκό

  1. η βδέλλα
  2. (μεταφορικά) (παρωχημένο) αυτός που ζει ή που πλουτίζει εις βάρος άλλων
  3. (τεχνολογία) σωλήνας ή χαντάκι για την απομάκρυνση του νερού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.