sablage
Γαλλικά
(fr)
Ετυμολογία
sablage
<
sable
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
sablage
sablages
sablage
(fr)
αρσενικό
η
επικάλυψη
με
άμμο
ο
καθαρισμός
μεταλλικής επιφάνειας με
ρίψη
άμμου
(
γαστρονομία
)
το
ζύμωμα
ενός
ζυμαριού
ώστε να πάρει μια
υφή
σπυρωτή
, σαν της άμμου
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.