sablage

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

sablage < sable

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
sablage sablages

sablage (fr) αρσενικό

  1. η επικάλυψη με άμμο
  2. ο καθαρισμός μεταλλικής επιφάνειας με ρίψη άμμου
  3. (γαστρονομία) το ζύμωμα ενός ζυμαριού ώστε να πάρει μια υφή σπυρωτή, σαν της άμμου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.