run out

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

run out <  δείτε τις λέξεις run και out

Προφορά

ΔΦΑ : /ˌrʌn ˈaʊt/
 

Ουσιαστικό

run out (en)

  • άλλη γραφή του runout

Ρήμα

ενεστώτας run out
γ΄ ενικό ενεστώτα runs out
αόριστος ran out
παθητική μετοχή run out
ενεργητική μετοχή running out

run out (en)

  1. εξαντλώ, σώνω, ξεμένω, τελειώνω ένα απόθεμα κάτι
    Our money has run out.
    Τα λεφτά μας σώθηκαν.
    My patience is running out.
    Η υπομονή μου εξαντλείται.
    We have run out of bread. Please, get some from the market.
    Έχουμε ξεμείνει από ψωμί. Σε παρακαλώ, πήγαινε πάρε κάποια από την αγορά.
  2. λήγω, για συμφωνία ή έγγραφο που δεν έχει πλέον καμία νομική ισχύ
    The lease runs out on the 31st of July.
    Η μίσθωση λήγει στις 31 Ιουλίου.

Παράγωγα

  • run out of steam
  • run out on

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.