ξεμένω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεμένω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξεμένω < ξε- + μένω

Ρήμα

ξεμένω

  1. μένω πιο πίσω από μια ομάδα που προχωράει
      Μια μεσόκοπη πολύ παχιά γυναίκα που είχε ξεμείνει στο δρόμο παρακαλούσε να την πάρουμε. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
  2. μένω οριστικά κάπου όπου αρχικά είχα πάει προσωρινά
  3. μένω χωρίς συντροφιά
  4. μένω χωρίς αποθέματα συγκεκριμένου είδους
    ξέμεινα από τσιγάρα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.