rookie
Αγγλικά
(en)
ενικός
πληθυντικός
rookie
rookies
Ουσιαστικό
rookie
(en)
κυριολεκτικό
:
νεοσύλλεκτος
·
άπειρος
,
αρχάριος
,
νεοφερμένος
με την σημασία νεοσύλλεκτος ή νεοφερμένος
:
ψάρακας
,
ψάρακλας
,
ψάρι
,
ψαρούκλα
με την σημασία νεοφερμένος
:
άσχετος
, ασχετόνι
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη
λέξη
beginner
Πηγές
rookie
-
Oxford Learner's Dictionaries
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.