romano

Εσπεράντο (eo)

Ετυμολογία

romano < roman- + -o

Ουσιαστικό

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική romanoromanoj
αιτιατική romanonromanojn

romano (eo)



Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

romano < λατινική romanum

Επίθετο

ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό romano romani
θηλυκό romana romane

romano (it)

  1. τα προάστια της Ρώμης
  2. ρωμαϊκό δίκαιο
  3. η εκκλησία της Ρώμης

Ουσιαστικό

romano (it)

  1. ο πολίτης της αρχαίας Ρώμης
  2. ο κάτοικος της σύγχρονης Ρώμης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.