rigor

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

rigor (en)

  1. αυστηρότητα
  2. επιμέλεια, σχολαστικότητα



Πορτογαλικά (pt)

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
rigor rigores

rigor (pt) αρσενικό

  1. η δριμύτητα, η αυστηρότητα

Εκφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.