rigoriste

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
rigoriste rigoristes

Ουσιαστικό

rigoriste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • αυτός που ασκεί μεγάλη αυστηρότητα στη ζωή του για ηθικούς ή θρησκευτικούς λόγους

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη rigueur
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.