rest on

Αγγλικά (en)

ενεστώτας rest on
γ΄ ενικό ενεστώτα rests on
αόριστος rested on
παθητική μετοχή rested on
ενεργητική μετοχή resting on

Ετυμολογία

rest on <  δείτε τις λέξεις rest και on

Ρήμα

rest on (en)

  1. βασίζομαι σε, στηρίζομαι σε
    His fame rests on his plays rather than his poetry.
    Η φήμη του βασίζεται στα θεατρικά του έργα μάλλον παρά στην ποίησή του.
    Our hopes are resting on you.
    Οι ελπίδες μας στηρίζονται σε σένα.
  2. κοιτάζω κάποιον ή κάτι
    Her eyes rested on me.
    Τα μάτια της σταμάτησε πάνω μου.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.