refute
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | refute |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | refutes |
| αόριστος | refuted |
| παθητική μετοχή | refuted |
| ενεργητική μετοχή | refuting |
Ετυμολογία
- refute < λατινική refuto
Ρήμα
refute (en)
- αρνούμαι, διαψεύδω, αντικρούω, ανασκευάζω, αρνούμαι την ορθότητα ή την αλήθεια μιας άποψης
- αποδεικνύω ότι μια άποψη είναι λανθασμένη
- απαρνούμαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.