refute

Αγγλικά (en)

ενεστώτας refute
γ΄ ενικό ενεστώτα refutes
αόριστος refuted
παθητική μετοχή refuted
ενεργητική μετοχή refuting

Ετυμολογία

refute < λατινική refuto

Ρήμα

refute (en)

  1. αρνούμαι, διαψεύδω, αντικρούω, ανασκευάζω, αρνούμαι την ορθότητα ή την αλήθεια μιας άποψης
  2. αποδεικνύω ότι μια άποψη είναι λανθασμένη
  3. απαρνούμαι

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.