rampart
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- rampart < παλαιά γαλλικά rempart < remparer < re- + emparer < en- + parer
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈræm.pɑːt/
Ουσιαστικό
rampart (en)
- φυσικό ή τεχνητό προτείχισμα
- προστατευτικός φράχτης
- αυτό που παρέχει προφύλαξη από απειλή ή εισβολή
- (συνήθως στον πληθυντικό) απότομη όχθη ποταμού ή χαράδρα
Συγγενικά
- ramparted
- Google definitions - rampart (απ' το γραναζάκι πάνω δεξιά επιλέγεις αγγλικά)
- fraise
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.