rampart

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

rampart < παλαιά γαλλικά rempart < remparer < re- + emparer < en- + parer

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈræm.pɑːt/

Ουσιαστικό

rampart (en)

  1. φυσικό ή τεχνητό προτείχισμα
  2. προστατευτικός φράχτης
  3. αυτό που παρέχει προφύλαξη από απειλή ή εισβολή
  4. (συνήθως στον πληθυντικό) απότομη όχθη ποταμού ή χαράδρα

Ρήμα

rampart (en)

  1. οχυρώνω, περιτειχίζω

Συγγενικά

  • ramparted

  • Google definitions - rampart (απ' το γραναζάκι πάνω δεξιά επιλέγεις αγγλικά)
  • fraise
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.