raisonné
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- raisonné < raisonner
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | raisonné | raisonnés |
| θηλυκό | raisonnée | raisonnées |
raisonné (fr)
- λογικός
- που βασίζεται σε λογικά επιχειρήματα
- λογικός, που βασίζεται σε επιχειρήματα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.