rétro

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

  1. rétro < rétrograde
  2. rétro < rétrograde (και για το επίθετο)
  3. rétro < rétroviseur

Προφορά

ΔΦΑ : /ʁe.tʁo/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
rétro rétros

rétro (fr) αρσενικό

  1. στο μπιλιάρδο, εφέ που δίνεται στο μπαλάκι και το κάνει να γυρίζει προς τα πίσω
  2. το ρετρό, μιλώντας για ένα στυλ (ζωής, συνηθειών, κλπ.)
  3. (οικείο) ο καθρέφτης του αυτοκινήτου
    le rétro intérieur / extérieur - ο εσωτερικός / εξωτερικός καθρέφτης

Επίθετο

      ενικός         πληθυντικός  
rétro rétros

rétro (fr)

  • ρετρό
    mode, coiffure, film, romancier rétro - ρετρό μόδα, κόμμωση, φιλμ, συγγραφέας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.