ρετρό
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾeˈtɾo/
Επίθετο
ρετρό άκλιτο
Ουσιαστικό
ρετρό ουδέτερο άκλιτο
- παρωχημένο στυλ
- ο αταβισμός, η χρήση ξεπερασμένων στυλ, τεχνοτροπιών κ.λπ.
- ψευτοπαλιό, ψευδόπαλιο, παλιό κατ' εικόνα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.