rétroviseur

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

rétroviseur (fr)

  1. o καθρέφτης του αυτοκινήτου από τον οποίον ο οδηγός μπορεί να κοιτάξει πίσω χωρίς να γυρίσει
    συνώνυμα: rétro
  2. όργανο που λειτουργεί όπως το περισκόπιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.