résident
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʁe.zi.dɑ̃/
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | résident | résidents |
| θηλυκό | résidente | résidentes |
résident (fr)
- (πληροφορική, από την αγγλική resident) λογισμικό που παραμένει στη μνήμη ενός υπολογιστή
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| résident | résidents |
résident (fr)
- διπλωμάτης ξένου κράτους
- αλλοδαπός κάτοικος ενός κράτους
- ειδικευόμενος γιατρός
Αντώνυμα
- non-résident
Ομώνυμα / Ομόηχα
- résidant
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.