récidiviste
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- récidiviste < récidive
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| récidiviste | récidivistes |
récidiviste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- κάποιος που επαναλαμβάνει ένα έγκλημα, υπότροπος, καθ' έξιν εγκληματίας
- κάποιος που επαναλαμβάνει κάποιο σφάλμα
Επίθετο
| ενικός | πληθυντικός |
| récidiviste | récidivistes |
récidiviste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που επαναλαμβάνει ένα έγκλημα, υπότροπος, καθ' έξιν εγκληματίας
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη récidiver
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.