récidiviste

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

récidiviste < récidive

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
récidiviste récidivistes

récidiviste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. κάποιος που επαναλαμβάνει ένα έγκλημα, υπότροπος, καθ' έξιν εγκληματίας
  2. κάποιος που επαναλαμβάνει κάποιο σφάλμα

Επίθετο

      ενικός         πληθυντικός  
récidiviste récidivistes

récidiviste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • που επαναλαμβάνει ένα έγκλημα, υπότροπος, καθ' έξιν εγκληματίας

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.