récidive

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

récidive < μεσαιωνική λατινική recidiva < λατινική recidivus < recidere

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
récidive récidives

récidive (fr) θηλυκό

  1. (ιατρική) η υποτροπίαση, η υποτροπή
  2. (νομικός όρος) η επανάληψη κάποιου εγκλήματος για το οποίο κάποιος έχει ήδη καταδικαστεί, η υποτροπή
  3. η επανάληψη κάποιου σφάλματος, κάποιου λάθους

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.