quit

Αγγλικά (en)

ενεστώτας quit
γ΄ ενικό ενεστώτα quits
αόριστος quitted, quit
παθητική μετοχή quitted, quit
ενεργητική μετοχή quitting

Προφορά

ΔΦΑ : /kwɪt/
 

Ρήμα

quit (en)

  1. (ανεπίσημο) σταματώ, διακόπτω να κάνω κάτι
    They told him to quit smoking.
    Του είπαν να σταματήσει/διακόψει το κάπνισμα.
    Quit the juvenile behavior.
    Άσε τα παιδιάστικα καμώματα.
  2. (πληροφορική) εξέρχομαι από πρόγραμμα, κλείνω το πρόγραμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.