quinte
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| quinte | quintes |
quinte (fr) θηλυκό
- (μουσική) ο πέμπτος βαθμός της διατονικής κλίμακας
- (μουσική) το διάστημα πέμπτης
- σειρά πέντε χαρτιών με το ίδιο χρώμα στην τράπουλα
- (παρωχημένο) καπρίτσιο
- παροξυσμός βήχα
- (ειδικότερα) ο χαρακτηριστικός βήχας του κοκκίτη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.