putt
Αγγλικά (en)
Ρήμα
| ενεστώτας | putt |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | putts |
| αόριστος | putted |
| παθητική μετοχή | putted |
| ενεργητική μετοχή | putting |
putt (en)
- (μεταβατικό & αμετάβατο, αθλητισμός, γκολφ) χτυπάω ελαφρώς την μπάλα όταν βρίσκεται στο κοντό γρασίδι κοντά στην τρύπα, έτσι ώστε να κυλήσει στο έδαφος σε μικρή απόσταση μέσα ή προς την τρύπα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.