prod

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
prod prods

prod (en)

  • ζητούμενο λήμμα

Ρήμα

ενεστώτας prod
γ΄ ενικό ενεστώτα prods
αόριστος prodded
παθητική μετοχή prodded
ενεργητική μετοχή prodding

prod (en)

  1. τσιγκλάω, κεντρίζω, χτυπώ ζώο με αντικείμενο που έχει αιχμηρή άκρη
  2. σκουντώ
    He prodded the donkey with a stick.
    Σκούντησε το γάϊδαρο με ένα ξύλο.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη nudge
  3. (μεταφορικά) προκαλώ κάποιον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.