αναδιφώ
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
αναδιφώ
<
αρχαία ελληνική
ἀναδιφῶ
<
ἀνά
+
διφῶ
Ρήμα
αναδιφώ
ερευνώ
, ψάχνω χώρους με γραπτά κείμενα
εξετάζω
,
μελετώ
αναδίφησε
τα πρακτικά
Συγγενικά
αναδίφηση
Μεταφράσεις
αναδιφώ
αγγλικά
:
probe
(en)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.