postiche

Γαλλικά (fr)

Επίθετο

      ενικός         πληθυντικός  
postiche postiches

postiche (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που προστέθηκε αργότερα
  2. ακατάλληλος, που δεν ταιριάζει με κάποια κατάσταση
  3. (μεταφορικά) ψεύτικος

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
postiche postiches

postiche (fr) αρσενικό

  1. περούκα, ψεύτικα μαλλιά

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
postiche postiches

postiche (fr) θηλυκό

  1. κάλεσμα πελατείας από έναν πλανόδιο πωλητή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.