cursor

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

cursor (en)

  1. ο δείκτης στα όργανα μέτρησης
  2. (πληροφορική) ο κέρσορας, ο δείκτης του σημείου που θα γίνει εισαγωγή αυτού που θα πληκτρολογηθεί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.