podłoga

Πολωνικά (pl)

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική podłoga podłogi
γενική podłogi podłóg
δοτική podłodze podłogom
αιτιατική podło podłogi
οργανική podło podłogami
τοπική podłodze podłogach
κλητική podłogo podłogi

Προφορά

ΔΦΑ : /pɔdˈwɔ.ɡa/
 

Ουσιαστικό

podłoga (pl) θηλυκό

  1. το πάτωμα, το κάτω μέρος ενός χώρου
  2. (μαθηματικά) διαδεδομένη ονομασία για τη συνάρτηση που στρογγυλοποιεί έναν αριθμό προς τα κάτω (, , ή )
     συνώνυμα: cecha, część całkowita, entier

Συγγενικά

  • podłogowy
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.