plunge

Αγγλικά (en)

ενεστώτας plunge
γ΄ ενικό ενεστώτα plunges
αόριστος plunged
παθητική μετοχή plunged
ενεργητική μετοχή plunging

Ρήμα

plunge (en)

  1. κάνω βουτιά, βουτώ
  2. (αμετάβατο, για τιμές, θερμοκρασίες, κτλ.) πέφτω κατακόρυφα και ραγδαία
    Stock prices plunged.
    Οι τιμές των μετοχών έπεσαν κατακόρυφα.
    The temperature is plunging.
    Η θερμοκρασία πέφτει ραγδαία.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη fall
  3. (μεταβατικό) ξεβουλώνω κάτι με αναρρόφηση
    I plunge the toilet bowl with a plunger.
    Ξεβουλώνω τη λεκάνη της τουαλέτας με βεντούζα.
     συνώνυμα: unclog

Παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.