perron

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

perron < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική perron

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpɛɹən/
ΔΦΑ : /ˈpɛɹɒ̃/

Ουσιαστικό

perron (en)

Πηγές

perron στο lexico.com του πανεπιστημίου της Οξφόρδης



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

perron < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική perron < pierre (< λατινική petra < αρχαία ελληνική πέτρα) + -on

Προφορά

ΔΦΑ : /pɛ.ʁɔ̃/

Ουσιαστικό

perron (fr)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.