one-time password
Αγγλικά (en)
Πολυλεκτικός όρος
| ενικός | πληθυντικός |
| one-time password | one-time passwords |
one-time password (en)
- (πληροφορική) κωδικός μιας χρήσης
- συντομογραφία: OTP
Συνώνυμα
- one-time pin
Υπερώνυμα
-
one-time password στην αγγλική Βικιπαίδεια

- πρόταση μετάφρασης "μονόχρηστο διελευτήριο" από ΕΛΕΤΟ [1]
Αναφορές
- «μονόχρηστο διελευτήριο» από αναζήτηση «one-time password» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.