péteux

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

péteux < péteur

Ουσιαστικό

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό péteux péteux
θηλυκό péteuse péteuses

péteux (fr)

  1. (οικείο) « κλανιάρης », φοβιτσιάρης
     συνώνυμα: froussard, trouillard
  2. ασήμαντος αλλά υπερόπτης άνθρωπος
     συνώνυμα: morveux

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό péteux péteux
θηλυκό péteuse péteuses

péteux (fr)

  1. κατακόκκινος, ντροπαλός επειδή ξέρει ότι έσφαλε
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.