péteux
Γαλλικά
(fr)
Ετυμολογία
péteux
<
péteur
Ουσιαστικό
γένος
ενικός
πληθυντικός
αρσενικό
péteux
péteux
θηλυκό
péteuse
péteuses
péteux
(fr)
(
οικείο
)
«
κλανιάρης
»,
φοβιτσιάρης
≈
συνώνυμα
:
froussard
,
trouillard
ασήμαντος
αλλά
υπερόπτης
άνθρωπος
≈
συνώνυμα
:
morveux
Επίθετο
γένος
ενικός
πληθυντικός
αρσενικό
péteux
péteux
θηλυκό
péteuse
péteuses
péteux
(fr)
κατακόκκινος
,
ντροπαλός
επειδή ξέρει ότι
έσφαλε
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.