oyun

Τουρκικά (tr)

Προφορά

ΔΦΑ : /oˈjun/

Ουσιαστικό

oyun (tr)

  1. το παιχνίδι, η παρτίδα
  2. θεατρική παράσταση
  3. (κατ’ επέκταση) ο χορός
    zeybek oyunu - ο ζεϊμπέκικος χορός
  4. αγώνας, αθλητική αναμέτρηση
    Olimpiyat Oyunları - Οι Ολυμπιακοί Αγώνες
  5. χαρτοπαικτική παρτίδα
  6. τέχνασμα, κόλπο, απάτη, εξαπάτηση

Κλίση

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈojun/

Ρηματικός τύπος

oyun (tr)

  • β' πληθυντικό προστακτική του ρήματος oymak

Προφορά

ΔΦΑ : /oˈjun/

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

oyun (tr)

  1. oy, στη γενική του ενικού, "της ψήφου".
  2. oy, με το κτητικό επίθετο του β' προσώπου του ενικού, "η ψήφος σου".
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.