organized

Αγγλικά (en)

Επίθετο

παραθετικά
θετικός organized
συγκριτικός more organized
υπερθετικός most organized

organized (en)

  1. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) οργανωμένος, που συνεπάγεται μεγάλο αριθμό ατόμων που εργάζονται μαζί για να κάνουν κάτι με τρόπο που έχει σχεδιαστεί προσεκτικά
    organized workers - οργανωμένοι εργάτες
    organized crime - οργανωμένο έγκλημα
  2. οργανωμένος, που σχεδιάζεται καλά ή με τον τρόπο που αναφέρθηκε
    an organized trip - οργανωμένη εκδρομή
  3. οργανωμένος, για ένα άτομο που μπορεί να προγραμματίσει τη δουλειά του, τη ζωή του κτλ. με αποτελεσματικό τρόπο.
    He is a well-organized person.
    Είναι πολύ οργανωμένος άνθρωπος.
    We are not still organized at work/at home.
    Δεν είμαστε ακόμα οργανωμένοι στη δουλειά/στο σπίτι.

Ρηματικός τύπος

organized (en)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.