onduleur
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| onduleur | onduleurs |
Ουσιαστικό
onduleur (fr) αρσενικό
- συσκευή που μετατρέπει το συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα σε εναλλασσόμενο
- (κατ’ επέκταση) συσκευή που επιτρέπει τη συνεχή τροφοδότηση σε ηλεκτρικό ρεύμα σε περίπτωση διακοπής ή βλάβης
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη onde
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.