offhand

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

offhand < off- + hand

Επίρρημα

παραθετικά
θετικός offhand
συγκριτικός more offhand
υπερθετικός most offhand

offhand (en)

  1. πρόχειρος, χωρίς προγραμματισμό
    an offhand speech - πρόχειρη ομιλία
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη impromptu
  2. απότομος, που δεν δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για κάποιον ή κάτι με τρόπο που είναι αγενής ή αναστατώνει κάποιον
    in an offhand manner - με απότομο τρόπο
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη abrupt

Επίρρημα

offhand (en)

  • πρόχειρα, χωρίς να ελέγξω κάτι ή να το σκεφτώ
    I can’t answer you offhand.
    Δεν μπορώ να σου απαντήσω πρόχειρα.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.