noreply
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| noreply | noreplies |
noreply (en)
- (διαδίκτυο) διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (email address) που χρησιμοποιείται μόνο ως διεύθυνση αποστολέα και η οποία δεν δέχεται απαντήσεις
- no-reply
Υπερώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.