Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- e-mail < electronic + mail (νεολογισμός) του τέλους του 20ου αιώνα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈiːmeɪl/
- ⓘ
Ουσιαστικό
e-mail (en)
- (διαδίκτυο) το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (ως μέσο επικοινωνίας)
- (διαδίκτυο) ημέιλ, η διεύθυνση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (συντομογραφία του e-mail address)
- (διαδίκτυο) ημέιλ, το μήνυμα που λαμβάνεται από ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
Υπώνυμα
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- e-mail < (άμεσο δάνειο) αγγλική e-mail electronic mail
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| e-mails |
e-mail (fr) αρσενικό
- (πληροφορική) το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.