nectar

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

nectar (en)



Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

nectar (fr) αρσενικό

  1. το νέκταρ
  2. (μεταφορικά) εξαιρετικά γευστικό ποτό
  3. δροσιστικό ποτό με βάση χυμό ή πολτό φρούτων, νερό και ζάχαρη

Συγγενικά



Ολλανδικά (nl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

nectar (nl)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.