murtus

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

murtus < αρχαία ελληνική μύρτος

Ουσιαστικό

murtus θηλυκό (& myrtus)

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική murtus murtī
γενική murtī murtōrum
δοτική murtō murtīs
αιτιατική murtum murtōs
κλητική murte murtī
αφαιρετική murtō murtīs
(β' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.