mule
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| mule | mules |
Ουσιαστικό
mule (fr) θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) το μουλάρι
- (αργκό) μεταφορέας ναρκωτικών
- είδος παντόφλας με ή χωρίς τακούνι, για το σπίτι
Εκφράσεις
- tête de mule: ξεροκέφαλος
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.