muł

Πολωνικά (pl)

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική muł muły
γενική muła mułów
δοτική mułu mułom
αιτιατική muła muły
οργανική mułem mułami
τοπική mule mułach
κλητική mule muły

Προφορά

ΔΦΑ : /muw/
 

Ουσιαστικό

muł (pl) αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο, μεταφορικά, υβριστικό) μουλάρι
  2. (ανατομία) ποντίκι, ο δικέφαλος μυς του βραχίονα

Συγγενικά

  • mułek
  • mułeczek
  • mulątko

  • mól
  • mul
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.