metri gr.

Διαγλωσσικοί όροι

Ετυμολογία

metri gr. < νεολατινική metri gr. < λατινική metri, γενική ενικού του metrum & gratia αφαιρετική ενικού, κυριολεκτικά: για χάρη του μέτρου

Συντομομορφή

metri gr. συντομογραφία

  • (βιβλιογραφική παραπομπή) metri gratia: για μετρική ανάγκη, δημιουργήθηκε για την προσαρμογή σε ποιητικό μέτρο.
    παράδειγμα: στο λήμμα Κλειώ, παρατηρήσεις, όπως στο λεξικό LSJ:
    Και γενική τῆς Κλεοῦς (metri gr. codd. recc. μετρική ανάγκη, σε κώδικες).



Λατινικά (la)

Συντομομορφή

metri gr. (la) συντομογραφία (νεολατινικά)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.