codd.

Διαγλωσσικοί όροι

Ετυμολογία

codd. < νεολατινική codd. λατινική codices πληθυντικός αριθμός του cod. (codex). Ο διπλασιασμός του τελικού d δηλώνει πληθυντικό.

Συντομομορφή

codd. συντομογραφία



Λατινικά (la)

Συντομομορφή

codd. (la) συντομογραφία (νεολατινικά)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.